στιγμικῶς

στιγμικῶς
στιγμικός
in de An.
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στιγμικός — ή, όν, Μ [στιγμή] αυτός που ανάγεται στη στιγμή («στιγμικαὶ μονάδες» γεωμετρικά σημεία, Σοφον.). επίρρ... στιγμικῶς Μ με τελεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”